- Ἄλκις
- Ἄλκιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀλκίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλκίς — Κόρη του Θηβαίου Αντίποινου, που δέχτηκε να θυσιαστεί με την αδελφή της Ανδρόκλεια στη θέση του πατέρα της, όταν ένας χρησμός είπε πως η νίκη εναντίον των Ορχομενίων εξασφαλιζόταν με τη θυσία ενός επιφανέστατου Θηβαίου … Dictionary of Greek
Άλκις ή Άλκης — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους πενήντα γιους του Αιγύπτου. Σκοτώθηκε από τη μνηστή του Γλαύκη, μια από τις πενήντα Δαναΐδες … Dictionary of Greek
Ἀλκί — Ἀλκίς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκίδος — Ἀλκίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλκιδος — Ἄλκις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Alcis — ALCIS, ĭdos, Gr. Ἄλκις, ιδος, (⇒ Tab. XVIII.) einer von des Aegyptus 50 Söhnen, dem die Glauce von des Danaus 50 Töchtern zur Braut anheim fiel, von der er aber in der ersten Hochzeitnacht mit hingerichtet wurde. Apollod. lib. II. c. I. §. 5 … Gründliches mythologisches Lexikon
Ἀλκίδα — Ἀλκίδᾱ , Ἀλκίδης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀλκίδᾱ , Ἀλκίδης masc gen sg (doric aeolic) Ἀλκίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλκίδας — Ἀλκίδᾱς , Ἀλκίδης masc acc pl (doric) Ἀλκίδᾱς , Ἀλκίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀλκίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)